- ποτάμιος
- ποτᾰμιος1 of, on a river Ὀρτυγίαν ποταμίας ἕδος Ἀρτέμιδος (Ἀλφειώας Ἀρτέμιδος ἐκεῖ φασιν εἶναι ἱερόν, ἣν νῦν ποταμίαν εἶπεν. Σ.) P. 2.7 ποταμίᾳ τ' Ἀκράγαντι i. e. on the river Akragas P. 6.6
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ποτάμιος — of masc nom sg ποτάμιος of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτάμιος — α, ο / ποτάμιος, ον, ΝΜΑ, και ποτάμείος Α [ποταμός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποταμό ή προέρχεται από αυτόν, ποταμήσιος (α. «ποτάμια ύδατα» β. «παρ ὄχθαις ποταμίαις», Αισχύλ. γ. «ποτάμια ποτά», Σοφ. δ. «ποτάμιος κύκνος», Ευρ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
ποταμίους — ποτάμιος of masc acc pl ποτάμιος of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτάμιοι — ποτάμιος of masc nom/voc pl ποτάμιος of masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αλιάκμων — Ποτάμιος θεός, γιος του Ωκεανού και της Τηθύας ή του Παλαιστίνου, γιου του Ποσειδώνα και της Πιερίας. Όταν ο Παλαιστίνος πληροφορήθηκε τον φόνο του Α. σε κάποια μάχη, έπεσε στον ποταμό Κονασό που μετονομάστηκε Παλαιστίνος (σήμερα Στρυμόνας).… … Dictionary of Greek
ποταμίαις — ποτάμιος of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποταμίαισι — ποτάμιος of fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποταμίαισιν — ποτάμιος of fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποταμίης — ποτάμιος of fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτάμιαι — ποτάμιος of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτάμι' — ποτάμια , ποτάμιον neut nom/voc/acc pl ποτάμια , ποτάμιος of neut nom/voc/acc pl ποτάμια , ποτάμιος of neut nom/voc/acc pl ποτάμιε , ποτάμιος of masc voc sg ποτάμιε , ποτάμιος of masc/fem voc sg ποτάμιαι , ποτάμιος of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)